- ἐπιμάρτυρος
- ἐπι-μάρτυρος: witness to a matter, only of gods, Il. 7.76, Od. 1.273.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιμάρτυρος — ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α) εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.) 2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ἐπιμάρτυρος — witness to masc nom sg ἐπιμάρτυς masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμαρτύρων — ἐπιμάρτυρος witness to masc gen pl ἐπιμάρτυς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμάρτυροι — ἐπιμάρτυρος witness to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμάρτυρον — ἐπιμάρτυρος witness to masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίμαρτυς — ἐπίμαρτυς, ὁ (Α) [μάρτυς] επιμάρτυρος* … Dictionary of Greek